Κερατόκωνος

Κερατόκωνος

Ο κερατόκωνος, ο οποίος περιγράφτηκε ενδελεχώς το 1854, αποτελεί την πιο συνήθη
πρωτεύον εκτασία του κερατοειδή και προέρχεται ετυμολογικά από τις ελληνικές λέξεις
Κερατο(ειδής) και Κωνο(ειδής). Ο κερατόκωνος είναι μία αμφοτερόπλευρη αλλά ασύμμετρη
πάθηση του κερατοειδή, η οποία χαρακτηρίζεται από τοπική λέπτυνση που οδηγεί σε προεκβολή
του λεπτού κερατοειδή και σε ακραίες περιπτώσεις σε διάτρηση. Η λέπτυνση συνήθως
εμφανίζεται στο κατώτερο και κεντρικό τμήμα του κερατοειδή, έχουν όμως περιγραφεί και
μερικές περιπτώσεις που εμφανίζεται στο ανώτερο τμήμα του. Η προεκβολή του κερατοειδή
προκαλεί υψηλή μυωπία και ανώμαλο αστιγματισμό, με αποτέλεσμα την παραμόρφωση του
φωτός που εισέρχεται στο μάτι και τη δραματική μείωση της ποιότητας της όρασης.
Η συχνότητα εμφάνισης του κερατόκωνου σε ένα χρόνο (επίπτωση) έχει υπολογισθεί
μεταξύ 5-23 περιστατικά ανά 10000 άτομα, και η πληθυσμιακή συχνότητά του (επιπολασμός) στο
γενικό πληθυσμό έχει υπολογισθεί σε 5.4 περιστατικά ανά 10000 άτομα. Οι διαφορές στις
αναφερόμενες συχνότητες οφείλονται σε διαφορετικούς ορισμούς και διαγνωστικά κριτήρια τα
οποία χρησιμοποιούνται στις διάφορες μελέτες. Ο κερατόκωνος εμφανίζεται και στα δύο φύλλα
με αντίστοιχη συχνότητα. Επίσης, ο κερατόκωνος είναι γνωστό ότι επηρεάζει όλες τις εθνικότητες,
εν τούτης, μία αύξηση των συχνοτήτων της επίπτωσης και του επιπολασμού στα επόμενα χρόνια
δε θα αποτελούσε έκπληξη λόγω των νέων και πιο βελτιωμένων διαγνωστικών τεχνικών.
Παρά τις πολλαπλές ερευνητικές μελέτες των τελευταίων χρόνων σχετικά με την
αιτιολογία και παθογένεση του κερατόκωνο, οι αιτίες και πιθανοί μηχανισμοί εμφάνισής του
παραμένουν αδιευκρίνιστοι. Αποτελεί μία πολυπαραγοντική πάθηση, η οποία μπορεί να οφείλεται
σε κληρονομικότητα (6 με 8% θετικό οικογενειακό ιστορικό), βιοχημικούς παράγοντες όπως η
απώλεια δομών του κερατοειδή, βιομηχανικούς παράγοντες, και άλλες ασθένειες όπως το
σύνδρομο Down (0.5 – 15%). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι υπάρχουν περιοχές όπου ο
κερατόκωνος είναι πιο συχνός, όπως για παράδειγμα στα νησιά Ρόδο, Σαντορίνη και Κύπρο, ενώ
ένα σημαντικό ποσοστό των ανθρώπων που εκδηλώνουν κερατόκωνο έχουν παράλληλα και μια
δερματολογική πάθηση που λέγεται ατοπία ή έκζεμα, η οποία δεν μεταδίδεται αλλά κληρονομείται
και συνοδεύεται από έντονο τρίψιμο του δέρματος και ενδεχομένως και των βλεφάρων. Το έντονο
τρίψιμο των ματιών, χωρίς να αποτελεί αίτιο του κερατόκωνου μπορεί να συντελέσει στην εξέλιξη
της νόσου.


Τα οπτικά συμπτώματα εξαρτώνται από το στάδιο της πάθησης. Ο κερατόκωνος γίνεται
συνήθως αντιληπτός κατά την εφηβεία, αλλά έχει παρατηρηθεί και νωρίτερα ή αργότερα στην ζωή
και συνήθως εξελίσσεται μέχρι και την τέταρτη δεκαετία της ζωής, όπου και σταθεροποιείτε. Μία
πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι το 50% των μη προσβαλλόμενων οφθαλμών σε άτομα με
ετερόπλευρο κερατόκωνο θα εμφανίσει την παθολογία εντός 16 χρόνων. Στα αρχικά στάδια και
υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο κερατόκωνος δεν δημιουργεί κάποια συμπτώματα και κατά αυτόν
τον τρόπο μπορεί να μη γίνει αντιληπτός, εκτός εάν πραγματοποιηθούν εξειδικευμένες
διαγνωστικές εξετάσεις. Η εξέλιξή του συνοδεύεται από εμφάνιση μεταβαλλόμενης μυωπίας με
αυξανόμενο αστιγματισμό και σημαντική απώλεια οπτικής οξύτητας, η οποία δεν μπορεί να
αντιμετωπιστεί με γυαλιά. Κάθε οφθαλμός προσβάλλεται συνήθως σε διαφορετικό βαθμό, ενώ με
την εξέλιξη της πάθησης η όραση μειώνεται αισθητά, καθώς ο κερατοειδής γίνεται πιο κυρτός και
μπορεί να εμφανίσει ουλή.
Η αντιμετώπιση του κερατόκωνου εξαρτάται από τη σοβαρότητα της κατάστασης. Στον
αρχόμενο κερατόκωνο, η διόρθωση του αστιγματισμού και τις μυωπίας με γυαλιά είναι ο πιο
ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης. Σε πιο εξελιγμένες μορφές της νόσου και όταν η διόρθωση
δεν είναι εφικτή με τη χρήση γυαλιών, υπάρχει η δυνατότητα χρήσης διαφόρων φακών επαφής
(τορικοί, ασφαιρικοί, μικροί σφιχτοί, ειδικά σχεδιασμένοι για ωοειδείς και σφαιρικούς ανώμαλους
κώνους, ημίσκληροι συμβατικού, ασφαιρικού και κερατοκωνικού σχεδιασμού, αεροδιαπερατοί
προσχεδιασμένοι σκληρικοί φακοί κλπ). Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί καινούργιες
τεχνολογίες ως προς την κατασκευή φακών επαφής για ασθενείς με κερατόκωνο, με πιο
πρόσφατους τους υβριδικούς φακούς επαφής και του μινισκληρικούς και σκληρικούς φακούς
επαφής.
Στις περιπτώσεις που ο κερατόκωνος εξελίσσεται, η αντιμετώπισή του τα τελευταία χρόνια
γίνεται κυρίως με διασύνδεση κερατοειδικού κολλαγόνου. Μια οπτική οξύτητα 5/10 μετεγχειρητικά
επιτυγχάνεται στο 90% των ασθενών. Σε κάποιες περιπτώσεις, η παραπάνω τεχνική συνδυάζεται
και με άλλες τεχνικές για την αντιμετώπιση ενός μέρους των τοπογραφικών ανωμαλιών του
κερατοειδή, αλλά και πάλι οι πρακτικές αυτές είναι σχετικά καινούργιες και όχι εφαρμόσιμες σε
όλες τις περιπτώσεις. Επιπλέον τεχνικές αποτελούν η τοποθέτηση ενδοστρωματικών δακτυλίων, η
τοποθέτηση ενδοφακού σε συνδυασμό με κάποια άλλη τεχνική, και πιο παλιά η θερμοπλαστική και
η επικερατοφακία. Στην περίπτωση που η διάγνωση δεν επιτευχθεί σε πρώιμα στάδια και ο κώνος
έχει δραματική εξέλιξη (περίπου 10 % των περιπτώσεων) τότε προτείνεται συνήθως η ολική ή
μερική μεταμόσχευση του κερατοειδή. Παρʼ όλα αυτά, στις περισσότερες από αυτές τις τεχνικές,
ένα ποσοστό ασθενών μετεγχειρητικά χρειάζεται φακό επαφής λόγω της σταθεροποίησης μεν του
κώνου αλλά της μη διόρθωσης του ανώμαλου αστιγματισμού.

Κορυφαία Άρθρα

Εταιρική Aνάπτυξη

Συνεργαζόμαστε με εταιρεία του εσωτερικού για να αποκτήσουμε σύστημαπιστοποίησης ISO

Συμφωνίες

Η Αλκμαίων σύντομα θα συνάψει νέα συμφωνία με εταιρεία του

Scroll to Top